Η απόφαση της Ρωσίας να χρησιμοποιήσει εκ νέου το «όπλο» των σιτηρών, «παγώνοντας» τη συμφωνία για εξαγωγές από τη Μαύρη Θάλασσα, «αναζωπυρώνει» τους κινδύνους της επισιτιστικής επάρκειας, υποθηκεύοντας εν μια νυκτί νέες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων.

Ο πρωτογενής τομέας, η μεταποίηση και οι καταναλωτές παραμένουν εγκλωβισμένοι στο γαϊτανάκι των αυξήσεων σε βασικές πρώτες, δεύτερες ύλες και τελικές τιμές στο ράφι -που στην πράξη έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2021- και πλέον η επιστροφή σε «κανονικότητα» στο πεδίο των τιμών αγγίζει το όριο της ουτοπίας. Ο αντίκτυπος των δεκαεπτά μηνών του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ήδη τεράστιος από το χωράφι στο ράφι, διατηρώντας τον κλαδικό πληθωρισμό στα τρόφιμα σε υψηλό ποσοστό.

Εκπρόσωποι του κλάδου τροφίμων μιλώντας στη «Ν» αναφέρουν ότι «οι ισορροπίες παραμένουν εύθραυστες από την ημέρα της εισβολής στην Ουκρανία. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης εξακολουθούν να “ορίζουν” τις αγορές. Ακόμα κι εάν υπάρξει κατάπαυση πυρός σήμερα, η κατάσταση θα παραμείνει δύσκολη για αρκετό καιρό μετά τη λήξη του πολέμου και η επόμενη φάση για τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση είναι να παραμείνουν βιώσιμες δραστηριότητες σε μια νέα τάξη πραγμάτων που διέπει την κατανάλωση».

Δυσμενέστερα τα δεδομένα

Τα δεδομένα βαίνουν δυσμενέστερα μέρα με τη μέρα για τον αγροτικό και κτηνοτροφικό κόσμο, εκπρόσωποι του οποίου εκφράζουν ανησυχία ακόμα και για αφανισμό των καλλιεργειών και έντονης απώλειας ζωικού κεφαλαίου.

Πέρα από το κόστος των εισροών, που παρέμεινε πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, οι γεωργοί καλούνται να αντιμετωπίσουν ποικίλες και δύσκολες καιρικές συνθήκες, με αποτέλεσμα τη μείωση των προβλέψεων απόδοσης και της ποιότητας για διάφορα βασικά γεωργικά προϊόντα. Ωστόσο, στον ορίζοντα εμφανίζονται ορισμένες πρώιμες ενδείξεις βελτίωσης, όπως, για παράδειγμα, τα λιπάσματα έχουν γίνει πιο προσιτά μετά την πτώση των τιμών του φυσικού αερίου.

Η έκθεση βραχυπρόθεσμων προοπτικών για τις γεωργικές αγορές της Ε.Ε., που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρουσιάζει τις τελευταίες τάσεις και προοπτικές για τις γεωργικές αγορές. Η έκθεση εκτιμά ότι «η αύξηση του κόστους των εισροών που παρατηρήθηκε στον απόηχο του απρόκλητου πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβραδύνεται και μάλιστα αρχίζει να μειώνεται.

Ωστόσο, παραμένουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Ορισμένοι γεωργοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οικονομικές πιέσεις και δυσκολίες ταμειακών ροών». Οι τελευταίες εξελίξεις αναφορικά με το «κλείδωμα» της Μαύρης Θάλασσας στον βαθμό που δεν αρθεί η σχετική απόφαση, ανατρέπει τις εκτιμήσεις καθώς ήδη με το άκουσμα της απόφασης της Μόσχας το χρηματιστήριο σιτηρών έκανε «ράλι», υποθηκεύοντας νέες ανατιμήσεις στο ράφι.

Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η παραγωγή σιτηρών και ελαιούχων σπόρων στην Ε.Ε. θα μπορούσε να αυξηθεί το 2023/2024 κατά 5% και 8% αντίστοιχα. Οι εξαγωγές σιτηρών της Ε.Ε. θα μπορούσαν να συνεχίσουν να αυξάνονται κατά περίπου 6%, ενώ οι εισαγωγές σιτηρών στην Ε.Ε., ιδίως από την Ουκρανία, αναμένεται να μειωθούν κατά 35% σε σχέση με το ιστορικά υψηλό επίπεδο που παρατηρήθηκε το 2022/2023. Παρόμοια τάση αναμένεται για τις εισαγωγές ή τους σπόρους κράμβης και των ηλιανθόσπορων.

Τιμές ρεκόρ στη ζάχαρη

Ο τομέας της ζάχαρης αντιμετωπίζει τιμές-ρεκόρ και η παραγωγή λευκής ζάχαρης στην Ε.Ε. για το 2022/2023 εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερη από το 2021/2022 κατά 12%. Σε ό,τι αφορά το ζωικό κεφάλαιο, η έκθεση λαμβάνοντας υπόψη τις χαμηλότερες μέσες τιμές νωπού γάλακτος και το κόστος των εισροών, που εξακολουθεί να παραμένει υψηλό, εκτιμάται ότι οι παραδόσεις γάλακτος στην Ε.Ε. το 2023 θα μπορούσαν να είναι κατά 0,2% χαμηλότερες από το προηγούμενο έτος, καθώς οι σφαγές είναι πιθανό να επιταχυνθούν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ώστε να εξισορροπηθεί η οικονομική κατάσταση σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης.

Οι εξαγωγές αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη, βουτύρου και ορού γάλακτος στην Ε.Ε. αυξήθηκαν, αντίστοιχα, κατά 33%, 11% και 5% από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2023. Αυτό οφείλεται στην πτώση των τιμών των γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ε.Ε. και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους σε σύγκριση με τους κύριους ανταγωνιστές.

Αυτό θα μπορούσε να έχει θετικό αντίκτυπο στην αναμενόμενη ανάκαμψη των εξαγωγών, ιδίως για το βούτυρο και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη.

naftemporiki.gr