Επιπλέον φόρους και πρόστιμα-μαμούθ θα καλούνται να πληρώσουν στο Δημόσιο οι επιχειρήσεις στις οποίες οι φορολογικές αρχές θα εντοπίζουν απόκρυψη φορολογητέας ύλης.

Ο εντοπισμός των επιχειρήσεων που αποκρύβουν φορολογητέα ύλη θα γίνεται είτε με τη χρήση ηλεκτρονικών διασταυρώσεων είτε κατόπιν εφαρμογής έμμεσων τεχνικών ελέγχου.

Σύμφωνα με διευκρινιστική εγκύκλιο που εξέδωσε πρόσφατα η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), σε κάθε περίπτωση κατά την οποία τα καθαρά κέρδη και τα ακαθάριστα έσοδα ελεγχόμενης επιχείρησης προσδιορίζονται σε υψηλότερο επίπεδο από τα δηλωθέντα, με έμμεση ελεγκτική μέθοδο, θα επιβάλλονται πέραν των επιπλέον αναλογούντων φόρων εισοδήματος και ΦΠΑ και των αναλογουσών μηνιαίων προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, τα πρόστιμα που ισχύουν για την υποβολή ανακριβών φορολογικών δηλώσεων.

Τα πρόστιμα αυτά θα υπολογίζονται επί των επιπλέον αναλογούντων φόρων εισοδήματος με ποσοστά κλιμακούμενα από 10% έως 50% και επί του επιπλέον αναλογούντος ΦΠΑ με ποσοστό 50%. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι επιχειρήσεις των οποίων τα καθαρά κέρδη και τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται με τεκμαρτό τρόπο (βάσει έμμεσων μεθόδων ελέγχου) σε επίπεδα μεγαλύτερα των δηλωθέντων, θα καλούνται να πληρώνουν τους επιπλέον αναλογούντες φόρους με «καπέλο» έως και 50%.

Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμόν Ε2047/7-7- 2023 εγκύκλιο του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή, που απεστάλη πρόσφατα σε όλες τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες, διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις που διενεργείται προσδιορισμός του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), και το εισόδημα που προκύπτει από τη χρήση κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή των έμμεσων μεθόδων ελέγχου υπερβαίνει το δηλωθέν, δηλαδή διαπιστώνεται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη που αποδίδεται στη μη έκδοση φορολογικών στοιχείων και δεν προκύπτει το πλήθος των συναλλαγών και η αξία εκάστης συναλλαγής, για την οποία έπρεπε να εκδοθεί το σχετικό φορολογικό στοιχείο, παρά μόνο η συνολική αποκρυβείσα αξία, θα επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα περί ανακριβούς υποβολής δήλωσης που προβλέπονται με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 58Α παρ. 2 του ΚΦΔ. Δηλαδή:

Φόρος εισοδήματος

1.Αν το ποσό του φόρου εισοδήματος που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση της επιχείρησης υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση τον διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, κατόπιν της διασταύρωσης δεδομένων ή της έμμεσης τεχνικής ελέγχου, ο φορολογούμενος επιχειρηματίας θα υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς φόρου εισοδήματος που θα προκύπτει προς καταβολή ως εξής:

α) 10% του ποσού της διαφοράς, εάν το ποσό αυτής ανέρχεται σε ποσοστό από 5% έως 20% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,

β) 25% του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει το ποσοστό 20% και ανέρχεται σε ποσοστό έως 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,

γ) 50% του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση.

Διαφορές ΦΠΑ

2. Εφόσον κατόπιν της διενέργειας ελέγχου με έμμεσες τεχνικές προκύπτουν διαφορές στον ΦΠΑ, θα επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό 50% επί των εν λόγω διαφορών.

Προκειμένου να προσδιοριστεί ο φόρος εκροών και να γίνει η εκκαθάριση του φόρου, η τυχόν διαφορά στις εκροές θα καταλογίζεται στην τελευταία φορολογική περίοδο του έτους (ήτοι στο 4ο ημερολογιακό τρίμηνο ή στον 12ο ημερολογιακό μήνα σε περίπτωση τήρησης απλογραφικού και διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, αντίστοιχα). Στις περιπτώσεις ελέγχου εποχιακών επιχειρήσεων με έμμεσες τεχνικές, η τυχόν διαφορά στις εκροές θα καταλογίζεται στην τελευταία φορολογική περίοδο κατά την οποία λειτούργησε η επιχείρηση.

Περαιτέρω, εφόσον τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα που προσδιορίζονται με τη χρήση των έμμεσων μεθόδων δεν αφορούν αποδεδειγμένα αγαθά και υπηρεσίες, για τα οποία εφαρμόζεται συγκεκριμένος συντελεστής ΦΠΑ, τότε η τυχόν διαφορά στις εκροές από τον προσδιορισμό των εσόδων επιμερίζεται σε κάθε περίπτωση κατ’ αναλογία της συμμετοχής των εφαρμοζόμενων συντελεστών ΦΠΑ στις δηλούμενες φορολογητέες και απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης εκροές. Για τον επιμερισμό αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη οι απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης, για τις οποίες απαιτούνται συγκεκριμένα δικαιολογητικά για την ορθή εφαρμογή της απαλλαγής. Ενδεικτικά, τέτοιες περιπτώσεις είναι οι πράξεις των άρθρων 24, 25, 26, 27, 28 και 39α του Κώδικα ΦΠΑ, καθώς και οι πράξεις των άρθρων 13 και 14 του ίδιου Κώδικα που είναι φορολογητέες εκτός Ελλάδος.

Οι απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών εκροές, για τις οποίες δεν απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένων δικαιολογητικών για την ορθή εφαρμογή της απαλλαγής (π.χ. σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που μεσολαβούν στη διάθεση των εφημερίδων και περιοδικών στο κοινό, καρτών τηλεπικοινωνίας και εισιτηρίων μεταφοράς προσώπων των οποίων προβλέπεται η ακύρωση σε ειδικά μηχανήματα), λαμβάνονται υπόψη στον επιμερισμό της τυχόν διαφοράς στις εκροές κατά τον προσδιορισμό των εσόδων με τη χρήση έμμεσων μεθόδων.

Τέλος, στις περιπτώσεις που πραγματοποιούνται πράξεις, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών για σκοπούς ΦΠΑ, η αξία των πράξεων αυτών δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον επιμερισμό της επιπλέον προσδιορισθείσας διαφοράς. Ενδεικτικά, τέτοιες περιπτώσεις είναι πράξεις που αφορούν την πώληση επενδυτικών αγαθών, αυτοπαραδόσεις αγαθών και ιδιοχρησιμοποιήσεις υπηρεσιών, ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, ενδοκοινοτικές λήψεις υπηρεσιών, καθώς και εισαγωγές ή αγορές στο εσωτερικό της χώρας καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εν γένει εξοπλισμού σύμφωνα με την ΚΥΑ Π 2869/1987 απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας.

naftemporiki.gr