Σε απόγνωση βρίσκονται οι Έλληνες κτηνοτρόφοι οι οποίοι βλέπουν εδώ και μήνες πως «εξίσωση» δεν βγαίνει καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν την εκτίναξη του κόστους παραγωγής, ενώ την ίδια ώρα βλέπουν τις τιμές του παραγωγού να κατρακυλούν.

Οι αγελαδοτρόφοι και οι προβατοτρόφοι παρατηρούν να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους το παράδοξο οι τιμές των προϊόντων τους στα ράφια να αυξάνονται, αλλά το δικό τους κέρδος να μειώνεται.

Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών ρίχνει την κατανάλωση με συνέπεια να περιορίζεται η παραγόμενη ποσότητα, οι τιμές να συμπιέζονται προς τα κάτω και απελπισμένοι οι κτηνοτρόφοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά και οδηγούν τα κοπάδια τους στο σφαγείο. Αυτό όπως είναι φυσικό έχει ως επίπτωση να μειώνεται το ζωικό κεφάλαιο και η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων.

Οι ίδιοι εκτιμούν ότι εφόσον αυτό το καταστροφικό σπιράλ συνεχιστεί θα παρατηρηθούν ελλείψεις στην αγορά. Ήδη από τη μείωση του ζωικού κεφαλαίου που ξεκίνησε από τον περασμένο Σεπτέμβριο, εκτιμούν ότι ενόψει του Πάσχα θα υπάρξουν ελλείψεις αμνοεριφίων στην αγορά.

Ο Γιώργος Βαϊόπουλος, Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Αγελαδοτρόφων και Προβατοτρόφων Δυτικής Θεσσαλίας αναφέρει στη Voria.gr ότι «υπάρχει μια μεγάλη πίεση τόσο στους παραγωγούς όσο και στους καταναλωτές που βλέπουν να μειώνεται διαρκώς η αγοραστική τους δύναμη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ντόμινο, καθώς η μειωμένη κατανάλωση πιέζει προς τα κάτω τις τιμές των παραγωγών κι αυτοί με τη σειρά τους αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος παραγωγής. Όλο και περισσότεροι οδηγούν τα κοπάδια σε σφαγή με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος το επόμενο διάστημα να μην έχουμε ζώα και άρα γάλα».

Ο κ. Βαϊόπουλος επισημαίνει ότι και τα σούπερ μάρκετ θα πρέπει να μειώσουν το κέρδος τους. «Δεν μπορούν να πουλάνε με 35-40% κέρδος», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Σήμερα ο παραγωγός για το γίδινο γάλα παίρνει 1 ευρώ, οι μεταποιητές βάζουν άλλα 50-60 λεπτά και το σούπερ μάρκετ 1,05 ευρώ, βγάζει δηλαδή το σούπερ μάρκετ παραπάνω από τον παραγωγό σε ένα λίτρο γίδινο γάλα. Αυτό είναι αδικία, είναι αισχροκέρδεια απέναντι στους παραγωγούς, αλλά και στους καταναλωτές», εξηγεί ο κ. Βαϊόπουλος.

Επιπλέον, τονίζει ότι η κυβέρνηση πρέπει να πάρει μέτρα και να θεσπίσει κανόνες στην αγορά, έτσι ώστε οι αλυσίδες να μη λεηλατούν το εισόδημα παραγωγών και καταναλωτών.

«Πρέπει να δούμε τι κοστολόγιο έχει το γάλα για να παραχθεί, δεν βγαίνει μόνο του από τη γη, αν δεν φάει το ζώο πίτουρα και καλαμπόκι δεν θα παράξει. Οι ζωοτροφές έχουν φτάσει στα ύψη, ο κτηνοτρόφος πληρώνει για να βγει το γάλα. Αν με τις τιμές πώλησης δεν φτάνει να πληρώσει τις ζωοτροφές, τότε αναγκαστικά θα σφάξει τα κοπάδια. Η εξίσωση έτσι δεν βγαίνει», συμπληρώνει.

Αναφορικά με την αύξηση στην τιμή της φέτας ο κ. Βαϊόπουλος εξηγεί ότι μέχρι να φτάσει από τον παραγωγό στο ράφι, το κόστος εκτινάσσεται. Δίνοντας χαρακτηριστικά ένα παράδειγμα αναφέρει:

«Για να γίνει ένα κιλό φέτα θέλουμε 4 κιλά γάλα. Με 1,70€ το γάλα, το κιλό της φέτας φτάνειο στα 7,80€. Συν τη μεταποίηση, συν τις μεταφορές συν το κέρδος των σούπερ φτάνει φτάνει 13-14 ευρώ. Όταν ο καταναλωτής βλέπει αυτές τις τιμές θέλει να αγοράσει, αλλά δεν μπορεί».

Χαρακτηρίζει την επιδότηση για τις ζωοτροφές ως «ψίχουλα», καθώς, όπως λέει, δεν φτάνει ούτε για 10 ημέρες ζωοτροφής για μια προβατίνα. «Πρέπει να μπουν κανόνες στην αγορά αλλιώς θα χάσουμε ζωικό κεφάλαιο και γάλα και επιπλέον θα πρέπει να στηριχθούν με γενναία μέτρα οι κτηνοτρόφοι. Αυτόν που παράγει πρέπει να τον χειροκροτούμε, είναι εργαζόμενος 365 ημέρες τον χρόνο. Κάθε μέρα πηγαίνει στο μαντρί και δουλεύει. Αν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία, στο τέλος δεν θα έχουμε φαγητό να φάμε. Παράλληλα όμως, πρέπει να στηριχθεί και το εισόδημα των καταναλωτών», αναφέρει.

Ο πρόεδρος των Αιγοπροβατοτρόφων Λαγκαδά, Δημήτρης Στραζέμης, αναφέρει επίσης πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση «παρά τη φιλότιμη προσπάθεια της Κυβέρνησης και την ενίσχυση στις ζωοτροφές. Οι ενισχύσεις είναι καλοδεχούμενες από την άλλη όμως η αιγοπροβατοτροφία έχει μια ιδιαιτερότητα, είναι ένα επάγγελμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει βιομηχανία».

Σύμφωνα με τον ίδιο ένα σημαντικό ζήτημα είναι ότι οι επιδοτήσεις από την παλιά αλλά και τη νέα ΚΑΠ δεν είναι ελκυστικές για να μπορέσει κάποιος να στραφεί σε αυτό το επάγγελμα και να επενδύσει πάνω του. Πέραν της ΚΑΠ, όπως λέει, μειώθηκαν οι εξισωτικές, αλλά και η συνδεδεμένη των αιγοπροβάτων. «Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε το επάγγελμα να μην είναι προνομιούχο. Οι νέοι δεν το σκέφτονται υπό αυτές τις συνθήκες και οι μεγαλύτεροι περιμένουν πότε θα βγουν στη σύνταξη», αναφέρει.

Για την τιμή της φέτας επισημαίνει ότι είναι ένα επώνυμο προϊόν, είναι ΠΟΠ και πρέπει να πουλιέται με τις σημερινές τιμές. Κατά τον ίδιο το πρόβλημα έγκειται στην πρόσμιξη των τυριών, «πουλιέται τυρί από αγελαδινό γάλα ως φέτα σε υψηλή τιμή, ενώ έπρεπε να κοστίζει φθηνότερα. Οι έλεγχοι πρέπει να ενταθούν, ο ΕΦΕΤ να γίνει πολύ σκληρός και να προστατεύσουν τόσο τον καταναλωτή όσο και τον κτηνοτρόφο».

Ο κ. Στραζέμης εκτιμά ότι αν συνεχίσουν να πουλούν κάτω του κόστους όλο και περισσότερα κοπάδια θα οδηγηθούν στη σφαγή. «Από τον Σεπτέμβριο υπάρχει μείωση στο ζωικό κεφάλαιο της τάξης του 20-30%. Δεν βλέπω ότι μπορεί να ανακάμψει από τη μια μέρα στην άλλη η κατάσταση. Χρειάζονται σημαντικά μέτρα στήριξης και κίνητρα ειδικά για μπορέσουν οι νέοι να ασχοληθούν με την αιγοπροβατοτροφία”.

Ο Παύλος Σατολιάς Πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών και του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων επισημαίνει την ανάγκη συστηματικών και συνεχών ελέγχων. «Όπου υπάρχει αισχροκέρδεια πρέπει να παταχθεί, να ελεγχθεί το κόστος γιατί διαφορετικά δεν θα έχουμε παραγωγή. Το δίλημμα αυτή τη στιγμή είναι ή να έχουμε ακριβό προϊόν ή να μην έχουμε καθόλου προϊόν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα».

Κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του Ινστιτούτου Καταναλωτών για μποϊκοτάζ στα γαλακτοκομικά προϊόντα από τις 13 – 20 Φεβρουαρίου, λέει πως «είναι μια δύσκολη κατάσταση για τον κλάδο, για την κοινωνία, για την οικονομία της χώρας που στηρίζεται από την αγροτική παραγωγή. Ο καταναλωτής δυσκολεύεται, τον σκεφτόμαστε και τον σεβόμαστε, αλλά τέτοιες πρακτικές δεν έχουν θέση. Η αγορά είναι ελεύθερη και θα αυτορυθμιστεί».

Θανάσης Μυλωνάς (voria.gr)