Σε λίγο πάνω από 40.000 υπολογίζεται ο αριθμός των κατοικιών που πωλήθηκαν το 2021 στην Ελλάδα, με βάση εκτιμήσεις φορέων της αγοράς ακινήτων. Αξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι το 75% των αγοραπωλησιών αυτών πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με μετρητά, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση τραπεζικού ιδρύματος. Αντίστοιχα, μόλις το 25% ή 1 στις 4 συναλλαγές που πραγματοποιείται σήμερα στην αγορά κατοικίας, περιλαμβάνει τη συνδρομή τραπεζικού δανεισμού. Το στοιχείο αυτό επισημάνθηκε από τον κ. Κυριάκο Καμπούρη, ιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της IMS (Individual Mortgage Solutions), στο πλαίσιο του πρόσφατου συνεδρίου ακινήτων Premium Real Estate Forum. Η IMS παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες για την εξασφάλιση στεγαστικού δανείου, έχοντας συνεργασία και με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι με βάση την πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το 2021, χορηγήθηκαν 10.685 νέα στεγαστικά δάνεια για αγορά κατοικίας, προκύπτει ότι ο συνολικός όγκος των κατοικιών που άλλαξαν «χέρια» πέρυσι ξεπέρασε τις 40.000, μέγεθος που κρίνεται λίαν ικανοποιητικό, αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι για ένα σημαντικό μέρος του έτους εξακολουθούσε να υπάρχει η αρνητική επίδραση της πανδημίας.
Από την άλλη πλευρά, καθίσταται σαφές ότι η αγορά ακινήτων δεν έχει ακόμα επιστρέψει στην πλήρη εξομάλυνση του τρόπου λειτουργίας της, τουλάχιστον σε σχέση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση. Τότε, η εικόνα ήταν εντελώς αντίστροφη, καθώς πάνω από 80% των συναλλαγών πραγματοποιούνταν με τραπεζικό δανεισμό, έναντι 20% που αφορούσαν αγοραπωλησίες που ολοκληρώνονταν χωρίς τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος. Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και με την ουσιαστική αποχώρηση των τραπεζών από την αγορά της στεγαστικής πίστης, τα μετρητά αποτέλεσαν τον «βασιλιά» των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων, τάση που, όπως φαίνεται, διατηρείται μέχρι και σήμερα, παρότι πλέον ούτε οι τιμές πώλησης κατοικιών είναι χαμηλές, αλλά ούτε και οι τράπεζες απέχουν από τη χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτων.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η αυστηροποίηση των κριτηρίων δανειοδότησης επιδρά αρνητικά στην αύξηση του όγκου των συναλλαγών και των νέων χορηγήσεων. Οπως ανέφερε στο πλαίσιο του ίδιου συνεδρίου ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής, «εκτιμώ ότι αν υπήρχε η σχετική δυνατότητα μέσω τραπεζικού δανεισμού, ο αριθμός των νοικοκυριών που θα προχωρούσαν στη διαδικασία της απόκτησης κατοικίας, θα ήταν σαφώς μεγαλύτερος σε σχέση με σήμερα. Είναι ακόμα αρκετοί εκείνοι οι ενδιαφερόμενοι που λειτουργούν παρορμητικά και θα ήταν διατεθειμένοι να δεσμευτούν με ένα στεγαστικό δάνειο».
Οπως σημείωσε ο κ. Ποταμιάνος, «έχουμε πελάτες που ξεκίνησαν για να αγοράσουν κατοικία και τελικά νοίκιασαν, καθώς το να εξασφαλίσει κανείς το απαιτούμενο ποσό στεγαστικού δανείου δεν είναι κάτι τόσο εύκολο, όσο στο παρελθόν, οι εξασφαλίσεις είναι διαφορετικές, το ίδιο και η αξιολόγηση του πιστοληπτικού προφίλ. Ασφαλώς, ορθώς συμβαίνει αυτό, καθώς έτσι αποφεύγεται η δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων». Παρατηρείται όμως το φαινόμενο αρκετών ενδιαφερομένων που εμφανίζονται «εγκλωβισμένοι», ανθρώπων δηλαδή που κινούνται για την απόκτηση κατοικίας, προκειμένου να αποφύγουν τις μεγάλες τιμές ενοικίασης και τελικά διαπιστώνουν ότι δεν έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα.
Οσον αφορά το άμεσο μέλλον, φαίνεται πως το «παράθυρο» για την εξασφάλιση χαμηλότοκου στεγαστικού δανείου θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, όπως αναφέρει και η ΤτΕ στην πρόσφατη έκθεσή της. Από την άλλη πλευρά, τα εισοδήματα των νοικοκυριών έχουν πληγεί σημαντικά από το κύμα των ανατιμήσεων βασικών καταναλωτικών αγαθών και τροφίμων, τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων, συμπιέζοντας και τις αποταμιεύσεις. Κυρίως όμως το περιβάλλον του υψηλού πληθωρισμού και της ακρίβειας έχει πλήξει την ψυχολογία των υποψήφιων αγοραστών ακινήτων, παράγοντας κρίσιμος για τη λήψη τόσο σημαντικών αποφάσεων.

Νίκος Ρουσάνογλου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)