Σε κρίσιμα σταυροδρόμια βρίσκεται συνεχώς η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, καθώς ο ιός SARS-CoV-2 «γεννά» μαζί με τις μεταλλάξεις του και νέες προκλήσεις, αναγκάζοντας κυβερνήσεις και ειδικούς σε αναπροσαρμογή των στρατηγικών τους για την αναχαίτιση της πανδημίας.

Στο πλαίσιο αυτό και ενώ μαίνεται η εκστρατεία πειθούς για την αναγκαιότητα της τρίτης δόσης, ιδίως μετά την ανάδυση της Ομικρον, ήδη άνοιξε η συζήτηση για το… τέταρτο τσίμπημα.

Μόλις την περασμένη Τετάρτη ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer Αλμπερτ Μπουρλά έγραψε την εισαγωγή στο επόμενο εμβολιαστικό κεφάλαιο, δηλώνοντας πως ενδεχομένως να χρειαστεί η χορήγηση τέταρτης δόσης νωρίτερα από ό,τι θα περιμέναμε.

«Με την Ομικρον πρέπει να περιμένουμε και να δούμε, διότι έχουμε ακόμη πολύ λίγες πληροφορίες. Ομως, είναι πιθανόν να χρειαστούμε (τέταρτη δόση) γρηγορότερα» είπε χαρακτηριστικά.

Υπενθυμίζεται δε πως σε παλαιότερες δηλώσεις του είχε προβλέψει πως η τέταρτη δόση (εφόσον χρειαστεί) θα απέχει – σύμφωνα με τα δεδομένα εκείνης της περιόδου – 12 μήνες από την τρίτη.

Χωρίς βεβαιότητες

Αντίστοιχες ήταν και οι τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας, με τους εκπροσώπους της να επισημαίνουν εν τούτοις σε κάθε ευκαιρία πως εν μέσω πανδημίας η γνώση εξελίσσεται παράλληλα με τον ιό, εννοώντας πως στη δίνη της τρέχουσας κρίσης δεν υπάρχουν βεβαιότητες.

Τα ερωτήματα πάντως είναι εύλογα, όπως και η κόπωση μερίδας πολιτών που νιώθουν να ματαιώνονται οι ελπίδες τους για ταχεία ανάκαμψη της κανονικότητας. Τελικά, στα πόσα εμβόλια θα «νικήσουμε» τον ιό; Και στα πόσα τσιμπήματα θα δημιουργηθεί το πολυπόθητο «τείχος ανοσίας» ώστε να σταματήσουν να κύματα να ξεσπούν με μανία στα νοσοκομεία;

«Πολλά εμβόλια απαιτούν για τη διατήρηση της ανοσίας αναμνηστική δόση 1-5 χρόνια μετά την αρχική χορήγηση. Φαίνεται ότι αυτό θα συμβεί και με τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού. Τα εμβόλια που έχουμε σήμερα αναπτύχθηκαν κατά του αρχικού στελέχους.

Η εμφάνιση πιο μεταδοτικών νέων στελεχών, όπως το Δέλτα, η ελάττωση με τον χρόνο κυρίως της χυμικής ανοσίας των εμβολίων (σ.σ. αντισώματα) και ο αρχικός εμβολιασμός με δύο δόσεις πολύ κοντά χρονικά η μια από την άλλη (σ.σ. 3-4 βδομάδες) ανέδειξαν την εύλογη (σ.σ. όπως ισχύει για πολλά άλλα εμβόλια) ανάγκη της αναμνηστικής δόσης» απαντά μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ Αχιλλέας Γραβάνης.

Οπως ο ίδιος αναλύει, αρχικά η χορήγηση της τρίτης δόσης προγραμματίστηκε στους 6 μήνες μετά τη δεύτερη διότι τότε άρχιζαν να ελαττώνονται τα αντισώματα. Τα δεδομένα της χρήσης της σε δεκάδες εκατομμύρια εμβολιασμένων έδειξαν ότι η τρίτη δόση αποκαθιστά ταχύτατα (σε 10-12 ημέρες) στο 90%-95% την αποτελεσματικότητα προστασίας από τη βαριά νόσο και την απώλεια ζωής από το πολύ μεταδοτικό στέλεχος Δέλτα που έχει σήμερα επικρατήσει σε όλον τον κόσμο.

Φαίνεται δε να περιορίζει σημαντικά και τη μόλυνση αυτή καθαυτήν, άρα και τη μετάδοση του στελέχους Δέλτα, ελαττώνοντας κατά 10 φορές την πιθανότητα μόλυνσης.

Επανεξέταση

«Η πρόσφατη όμως εμφάνιση του στελέχους Ομικρον οδήγησε στην επανεξέταση του χρόνου χορήγησης της τρίτης δόσης. Τα πρώτα δεδομένα δείχνουν ότι είναι πιο μεταδοτικό και από το ήδη εξαιρετικά λοιμογόνο Δέλτα, γεγονός που απαιτεί περαιτέρω ενίσχυση της ανοσίας.

Η Μ. Βρετανία πρώτη και μετά η χώρα μας αποφάσισαν πολύ σωστά τη χορήγηση της αναμνηστικής δόσης στους τρεις μήνες, ώστε να είμαστε έτοιμοι στην εξάπλωση του νέου αυτού στελέχους. Θέματα ασφαλείας από την επίσπευση δεν τίθενται, διότι δεν παρατηρήθηκαν προβλήματα στις πολλές δεκάδες χιλιάδες ανά τον κόσμο μεταμοσχευμένων και ανοσοκατεσταλμένων ασθενών που την έλαβαν ήδη στους 2-3 μήνες από τη δεύτερη.

Στόχος είναι, εάν σε 1-2 μήνες επικρατήσει το στέλεχος Ομικρον, να έχουμε ήδη επιτύχει πρόσφατη ισχυρή ανοσία στην πλειοψηφία των εμβολιασμένων με την τρίτη δόση, είτε με τις δύο δόσεις στους σήμερα ανεμβολίαστους».

Προτεραιότητα σε μεταμοσχευμένους και ανοσοκατεσταλμένους

Οι πρώτοι που θα λάβουν την τέταρτη δόση κατά του κορωνοϊού είναι οι μεταμοσχευμένοι και οι ανοσοκατεσταλμένοι. Και αυτό διότι πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό τους δεν αναπτύσσει ικανή ανοσία ούτε με την τρίτη δόση και συνεπακόλουθα κρίνεται απαραίτητο να υποβληθούν σε νέο εμβολιασμό τόσο για το στέλεχος Δέλτα αλλά μάλλον και για το επερχόμενο Ομικρον.

Πολυδύναμα εμβόλια για COVID και γρίπη

Η επιστημονική κοινότητα υποθέτει, διεξάγοντας παράλληλα μελέτες σε πραγματικό χρόνο, πως η χρονική διάρκεια της ανοσίας μετά την αναμνηστική δόση θα είναι μάλλον μεγαλύτερη από αυτή της δεύτερης, βασιζόμενη και στην εμπειρία από τα εμβόλια για άλλα λοιμώδη νοσήματα.

«Πόσο μεγαλύτερη, θα το μάθουμε τους επόμενους μήνες. Είναι σημαντικό ότι τα πρώτα εργαστηριακά δεδομένα δείχνουν ότι ο ορός από το αίμα εμβολιασμένων με την τρίτη δόση αναστέλλει εξαιρετικά αποτελεσματικά τη μολυσματικότητα του νέου στελέχους Ομικρον στο εργαστήριο. Αναμένουμε να επιβεβαιωθεί αυτό το ελπιδοφόρο εύρημα και στην κοινότητα τις επόμενες βδομάδες» εξηγεί ο κ. Γραβάνης.

Εν τούτοις, τα μέχρι στιγμής επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι ο επικίνδυνος κορωνοϊός ήρθε για να μείνει.

«Είναι επιβεβλημένο να μάθουμε λοιπόν να συμβιώνουμε μαζί του με ασφάλεια. Είναι ως εκ τούτου πολύ πιθανό κάθε χρόνο να εμβολιαζόμαστε για τα εκάστοτε ενδημούντα στελέχη του κορωνοϊού (σ.σ. αυτό που σήμερα αποκαλείται τέταρτη δόση), όπως κάνουμε κάθε χρόνο με τον ιό της γρίπης.

Διάφορες εταιρείες σχεδιάζουν ήδη πολυδύναμα, κυρίως mRNA, εμβόλια κατά της γρίπης και του κορωνοϊού σε κοινή χορήγηση» καταλήγει ο ειδικός.

Στο ερώτημα πότε θα είναι διαθέσιμα, η απάντηση δεν είναι βέβαιη. Σύμφωνα πάντως με τις αρχικές εκτιμήσεις, είναι πιθανό το επόμενο φθινόπωρο τα πολυδύναμα αυτά εμβόλια να είναι σε κλινική χρήση.

Mάρθα Καϊτανίδη (tovima.gr)