Εντείνονται οι φωνές στους κόλπους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) που ζητούν από όλες τις οικονομίες του πλανήτη να προετοιμάσουν τη μετάβαση από τα άνευ προηγουμένου μέτρα διάσωσης από την κρίση του κορονοϊού σε μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίσουν τις προοπτικές ανάκαμψης καθιστώντας την πιο σταθερή σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Τζέφρι Οκαμότο, δήλωσε στην ιστοσελίδα του Ταμείου ότι η πανδημία Covid-19 καθυστέρησε και έβγαλε εκτός τροχιάς τις μεταρρυθμίσεις που αποβλέπουν στην τόνωση της ανάπτυξης, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι τώρα θα πρέπει να καλυφθεί αυτό το χαμένο έδαφος.
Οι μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για άμεση αναδιάρθρωση και κλείσιμο των μη βιώσιμων επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τις πολιτικές στην αγορά εργασίας που θα επιτρέψουν την εκ νέου κατάρτιση των εργαζομένων και την απασχόλησή τους σε νέες θέσεις εργασίας που ανοίγουν, θα συμβάλουν στο να μετατρέψουν εργατικό δυναμικό και κεφάλαιο σε ένα πιο υποσχόμενο και δυναμικό κομμάτι της οικονομίας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Οκαμότο.
Η βελτίωση των πολιτικών σε επίπεδο ανταγωνισμού, όπως αυτές που συζητιούνται σε Ε.Ε. και ΗΠΑ, μπορεί να μειώσει τη συγκέντρωση των δυνάμεων της αγοράς σε λίγες μόνο μεγάλες επιχειρήσεις, προωθώντας πιο υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού και καινοτομία. «Με το να αδράξουμε την ευκαιρία για να προωθήσουμε κάποιες από αυτές τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις τις οποίες είχαμε αφήσει στην άκρη, θα βοηθήσουμε σε ένα πιο λαμπερό και βιώσιμο μέλλον, τη στιγμή που τα συνεχιζόμενα μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως στήριγμα για τις οικονομίες μας. Εάν αδράξουμε την ευκαιρία αυτή, θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε σταθερή ανάπτυξη τα χρόνια μετά την πανδημία και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης», ανέφερε ο αξιωματούχος.
Οι συζητήσεις αυτές έχουν έρθει ξανά στο προσκήνιο την ώρα που το Ταμείο συζητά με διάφορες χώρες την εκταμίευση δανείων που δεν έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών της κρίσης της πανδημίας και τα οποία συνοδεύονται από μεταρρυθμιστικούς όρους.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στον τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και σε επίπεδο παραγωγής θα συμβάλουν στην τόνωση του ετήσιου κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 1% στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες την επόμενη δεκαετία. Οι χώρες που θα προχωρήσουν σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα έχουν τη δυνατότητα να διπλασιάσουν τον ρυθμό της σύγκλισης των οικονομιών τους με τις συνθήκες διαβίωσης των ανεπτυγμένων οικονομιών τα χρόνια μετά την πανδημία, σύμφωνα με τον Οκαμότο.
Για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ως στόχο τη βελτίωση της αλυσίδας προσφοράς θα πρέπει να γίνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο μόνιμου πληθωρισμού, ο οποίος έχει πυροδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αυξημένη ζήτηση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές με τη σειρά τους μπορούν να τονώσουν την επενδυτική εμπιστοσύνη στις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και να βοηθήσουν εν συνεχεία τις χώρες αυτές να αντεπεξέλθουν σε πιθανές πιο αυστηρές χρηματοοικονομικές συνθήκες, ειδικά εάν ο πληθωρισμός παραμείνει στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πιέζοντας σε αύξηση των επιτοκίων. Οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης μέσω μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες να αποφύγουν τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας, σε μία εξέλιξη που θα τους επιτρέψει να διατηρήσουν τις δαπάνες τους, επενδύοντας ταυτόχρονα στο μέλλον.
Oι επανειλημμένες παροτρύνσεις του ΔΝΤ για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συμπίπτουν με την κεκτημένη ταχύτητα για διαρθρωτικές αλλαγές που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό στην Ευρώπη, ειδικά μετά τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης, καθότι η εκταμίευση των δανείων και επιχορηγήσεων είναι συνδεδεμένη με μία σειρά μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Για τον λόγο αυτό και το Ταμείο Ανάκαμψης έχει χαρακτηριστεί το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ». Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί πρωταθλήτρια όσον αφορά τον σχεδιασμό του δικού της μεταρρυθμιστικού προγράμματος, που έχει λάβει ήδη τα εύσημα της Κομισιόν και το οποίο εστιάζει: σε υποδομές εκσυγχρονισμού του Δημοσίου, σε ψηφιακό μετασχηματισμό, σε βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος με μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, καθώς και σε μεγάλα έργα υποδομών.
Παρότι η μετάλλαξη Δέλτα παρατείνει την ανάγκη για υποστηρικτικές πολιτικές, κοινοτικοί αξιωματούχοι αρχίζουν και «ψελλίζουν» την ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή στη μετά Covid εποχή με στοχευμένα και φιλοαναπτυξιακά προγράμματα που περιλαμβάνουν βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Εφη Τριήρη (Η Ναυτεμπορική)