Η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας προχώρησε στην εξάρθρωση πολυμελούς εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, δραστηριοποιούνταν στη διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ και στην απατηλή λήψη επιστρεπτέων προκαταβολών, μέσω της σύστασης ανύπαρκτων συναλλακτικά εταιρειών.

Σε αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα (11/12) συνελήφθησαν 11 άτομα, από τα οποία τα 10 είναι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα τρία αρχηγικά.

Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα -κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, απάτη κατ' εξακολούθηση σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου και των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για παράβαση των νόμων περί όπλων, επιβλαβών φαρμάκων και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ενώ, παράλληλα, στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμα 23 άτομα.

Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, από την πολύμηνη έρευνα προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματική οργάνωση με διάρκεια και συγκεκριμένη δομή και οργάνωση, με σκοπό τη συγκάλυψη της μη απόδοσης ΦΠΑ ή της παράνομης θεμελίωσης δικαιώματος επιστροφής ΦΠΑ, την είσπραξη παράνομου οικονομικού όφελος και την παρακράτηση παράνομων οικονομικών ενισχύσεων από τα ταμεία του ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω ανύπαρκτων εταιριών εμπορίας προϊόντων τεχνολογίας ή νομικών οντοτήτων που έχουν τα χαρακτηρίστηκα του «εξαφανισμένου εμπόρου».

Για την επίτευξη του παράνομου σκοπού τους, τα μέλη της οργάνωσης:

- χρησιμοποιούσαν πλαστά έγγραφα και ψευδείς δηλώσεις για τη σύσταση των εταιρειών, ενώ υπέβαλαν ψευδείς δηλώσεις μισθωτηρίων στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων,

- δήλωναν ως έδρα των εταιρειών χώρους στους οποίους ουδέποτε εγκαθίσταντο και δεν ανέπτυσσαν εμπορική δραστηριότητα,

- χρησιμοποιούσαν «αχυράνθρωπους» ή στοιχεία φυσικών προσώπων που δεν σχετίζονταν με νομικές οντότητες, ως διαχειριστές/εκπροσώπους των εταιρειών,

- μέσω των στοιχείων αυτών, απέδιδαν ΑΦΜ και αποκτούσαν κωδικούς taxisnet,

- καταχωρούσαν τα στοιχεία στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο,

- δήλωναν σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες δήθεν μισθώσεις επαγγελματικών χώρων-εδρών των εταιρειών, υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις και αιτούνταν τις σχετικές αιτήσεις χορήγησης ενισχύσεων για επιτρεπτέα προκαταβολή και

- προχωρούσαν σε άνοιγμα εταιρικών τραπεζικών λογαριασμών και συνδεόμενων με αυτούς τραπεζικών καρτών και εξέδιδαν κωδικούς ηλεκτρονικής τραπεζικής.

Παράλληλα, για να αποφεύγουν την αποκάλυψη της δράσης τους από τις διωκτικές Αρχές, φρόντιζαν να ιδρύουν νέες νομικές οντότητες, να τοποθετούν διαρκώς νέα μέλη ως διαχειριστές και να καλύπτουν τις εικονικές εμπορικές συναλλαγές μέσα από ένα πλέγμα τραπεζικών κινήσεων συνδυασμένο με αναντιστοιχίες μεταξύ περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ σε σχέση με τις τραπεζικές πιστώσεις και τις χρεώσεις τηρούμενων λογαριασμών.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν να εκδίδονται από τις φορολογικές αρχές αποφάσεις ως «αχρεωστήτως καταβληθέντα» σε βάρος των ανύπαρκτων πρόσωπων ή «αχυρανθρώπων», αποστερώντας τη δυνατότητα ανάκτησής τους και αποφεύγοντας τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις σε βάρος των μελών της οργάνωσης.

Χαρακτηριστική περίπτωση, σύμφωνα με την ανακοίνωση, αποτελεί η σύσταση 5 εταιρειών μέσω υφαρπαγής στοιχείων προσώπου και μεταβίβαση σε αυτό 26 εταιρειών, τις οποίες διαχειρίζονταν αφανώς τα μέλη της οργάνωσης. Το άτομο αυτό περιλαμβάνεται στην επικαιροποιημένη λίστα των μεγαλοοφειλέτων του Δημοσίου με ποσό 3.250.000 ευρώ περίπου.

Ειδικότερα, ως προς την απάτη που αφορά στον ΦΠΑ, οι εταιρείες που διαχειρίζονταν τα μέλη εξέδωσαν εικονικά παραστατικά αξίας ΦΠΑ 16.000.426,39 ευρώ και έλαβαν εικονικά παραστατικά αξίας 13.545.119,26 ευρώ, για συναλλαγές στο εσωτερικό και για ενδοκοινοτικές παραδόσεις, ενώ πραγματοποιούσαν τις αντίστοιχες τραπεζικές καταβολές για την προσχηματική εξόφληση της αξίας των εικονικών τιμολογίων και υπέβαλαν ψευδείς δηλώσεις ΦΠΑ. Μέσω αυτής της διαδικασίας, τα μέλη εισέπραξαν συνολικά 5.426.106 ευρώ, ως επιστροφή ΦΠΑ για εικονικές παραδόσεις εμπορευμάτων, ενώ όπως προέκυψε, εισήγαγαν από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντα αξίας 70.000.000 ευρώ, καταφέρνοντας να οικειοποιηθούν τον αναλογούντα ΦΠΑ αξίας 13.548.387 ευρώ.

Όσον αφορά στην απατηλή εκταμίευση της επιστρεπτέας προκαταβολής, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα και εκμεταλλευόμενοι την υποδομή των επιχειρήσεων, την εμπειρία τους και τη διαρκή παρακολούθηση λογιστικών διαδικασιών, κατέστησαν παράνομα δικαιούχοι της οικονομικής αυτής ενίσχυσης μέσω ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ΦΠΑ καθώς και ακαθάριστου κύκλου εργασιών.

Με αυτόν τον τρόπο, η οργάνωση κατέστησε 69 οντότητες παράνομα δικαιούχους των ενισχύσεων, λαμβάνοντας συνολικά 9.695.525,34 ευρώ, ενώ μέσω ακόμη 13 εταιριών αποπειράθηκαν να εισπράξουν επιπλέον 3.582.066 ευρώ.

Για τη νομιμοποίηση των εσόδων τους, είχαν εγκαταστήσει ένα δαιδαλώδες διατραπεζικό κανάλι αποτελούμενο από 131 τραπεζικούς λογαριασμούς. Μέσω αυτών και πραγματοποιώντας 52.539 τραπεζικές συναλλαγές, μετέφεραν τα ποσά που εισέπραξαν από 133 επιστρεπτέες προκαταβολές και 44 επιστροφές ΦΠΑ σε λογαριασμούς εταιρειών που εδρεύουν σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δραστηριοποιούνται στο εμπόριο συσκευών τεχνολογίας. Επίσης, προέβαιναν στην αγορά πολυτελών οχημάτων και προϊόντων τεχνολογίας.

Μάλιστα, χαρακτηριστικό του επιπέδου ετοιμότητας και υψηλής τεχνογνωσίας τής εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης είναι ότι τα μέλη της, μόνο για τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη του 2023, προέβησαν στη σύσταση 30 εικονικών επιχειρήσεων, προκειμένου να ενταχθούν σε επιδοτούμενο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά τις σωματικές έρευνες και τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες και επιχειρήσεις συνολικά βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: 54.186 ευρώ, 2 πιστόλια, 2 καραμπίνες, πλήθος φυσιγγίων και γεμιστήρων, 6 μαχαίρια, σιδερογροθιά, 8 πολυτελή οχήματα, 59.989 απαγορευμένα φαρμακευτικά δισκία, 171 ηλεκτρονικά τσιγάρα και πλήθος κινητών. Επιπλέον, στο πλαίσιο της έρευνας, δεσμεύτηκαν 1.556.333,82 ευρώ από τραπεζικούς λογαριασμούς 22 επιχειρήσεων.

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο Ελληνικό Γραφείο Ευρωπαίων Εισαγγελέων.

ΑΠΕ-ΜΠΕ