Να οδηγηθούν στο διαζύγιο είναι πιθανό το 30% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 σύμφωνα με μελέτη. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης στους 10.000 γάμους καταλήγουν σε διαζύγιο οι 3.000.
Τα διαζύγια αυξήθηκαν στην Ελλάδα και σε απόλυτους αριθμούς, καθώς το 1990 ανέρχονταν στα 6.037, το 2000 στα 11.309 και το 2015 στα 15.600.
Πιο συγκεκριμένα την εξέλιξη της λύσης των εγγάμων συμβιώσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην Ελλάδα μελέτησε ο διδάκτωρ Δημογραφίας του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Γιώργος Κοντογιάννης
Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάζονται στο νέο τεύχος του προγράμματος DIRAP («Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα») που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ και υλοποιείται από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ).
Η επίδραση των ευρύτερων εξελίξεων στα διαζύγια
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, η πορεία της διαζυγιότητας, της συχνότητας δηλαδή λύσης του γάμου, δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, θεσμικές και τεχνολογικές εξελίξεις που επήλθαν από τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι αλλαγές αυτές που εμφανίζονται πρωτίστως στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη και με κάποια καθυστέρηση στον ευρωπαϊκό νότο οδήγησαν, εκτός των άλλων, στη διάχυση της αποτελεσματικής αντισύλληψης (του χαπιού και του σπιράλ) που επέτρεψε τον διαχωρισμό της σεξουαλικής ζωής από την τεκνοποίηση και συνέβαλε στο να αμβλυνθεί η κοινωνική πίεση που ασκούταν στα ζευγάρια για να νομιμοποιήσουν τη σχέση τους μέσω του γάμου. Άμεση συνέπεια των αλλαγών αυτών ήταν και η προοδευτική αλλαγή των παραδοσιακών ρόλων των φύλων, σύμφωνα με τους οποίους ο άνδρας αναλαμβάνει να εξασφαλίσει το εισόδημα του νοικοκυριού και η γυναίκα την ανατροφή των παιδιών και τις οικιακές εργασίες. Στην κατανομή αυτή των ρόλων ήταν θεμελιωμένο και το μοντέλο της πυρηνικής εδραζόμενης στον γάμο οικογένειας που δύσκολα διαλυόταν.
Τις τελευταίες, όμως, δεκαετίες η επιρροή της Εκκλησίας στις αποφάσεις των ατόμων αμβλύνεται, ο ατομικισμός και ο καταναλωτισμός διαχέονται ταχύτατα και οι γυναίκες μπορούν πλέον, χάρη στην οικονομική τους αυτονομία, να επωμιστούν τις συνέπειες του διαζυγίου. Η συνέχιση του συζυγικού δεσμού εξαρτάται πλέον όλο και περισσότερο από την ικανοποίηση των αναγκών, των φιλοδοξιών και των επιθυμιών των ατόμων και η Εκκλησία, το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και ο νομοθέτης αδυνατούν να αποτρέψουν τη διάλυσή του. Έτσι, ισχυρές τάσεις ομοιογενοποίησης των στάσεων και αντιλήψεων αναδεικνύονται στον ευρωπαϊκό χώρο με αποτέλεσμα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, περισσότεροι από 4 στους 10 γάμους να λύνονται στη Σκανδιναβία και περισσότεροι από 3 στους 10 σε χώρες της δυτικής (Αγγλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία) και κεντρικής (Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία) Ευρώπης, ενώ την τελευταία δεκαετία το 37-56% των γάμων λύνεται πλέον στις χώρες αυτές».
Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα
Στην έρευνα αναφέρεται πως «Η αύξηση της έντασης του διαζυγίου καθυστερεί όμως στον ευρωπαϊκό νότο. Ο νομοθέτης επιτρέπει τη λύση του γάμου μόλις το 1970 στην Ιταλία και το 1981 στην Ισπανία, ενώ στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000 λύνονται ετησίως λιγότεροι από 2 στους 10 τελούμενους γάμους. Η τάση φυσικά είναι ανοδική, με αποτέλεσμα, το 2015-2017, περίπου 5 στα 10 ζευγάρια να παίρνουν διαζύγιο στην Ισπανία και 3 στα 10 στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Στη χώρα μας, ειδικότερα, σε αντίθεση με τη γαμηλιότητα και τη γονιμότητα, η συχνότητα λύσης των γάμων συνδέεται άρρηκτα και με το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει το διαζύγιο. Πριν από το 1979 οι διατάξεις που αφορούν στο διαζύγιο είναι ιδιαίτερα αυστηρές και ο νομοθέτης προσπαθεί να «αποτρέψει» τη λύση του γάμου, καθώς μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ψηφίζεται o ν. 868/1979, ο οποίος διευκόλυνε (αποδεσμεύοντας από την υπαιτιότητα) τη λύση του γάμου για τα ζευγάρια που βρίσκονταν σε μακροχρόνια (υπερ-εξαετή διάσταση). Στη συνέχεια, ψηφίζεται ο ν. 1329/1983 που εισήγαγε το συναινετικό διαζύγιο, οι ν. 3719/2008 και 4055/2012 που μείωσαν την απαραίτητη διάρκεια για τη λύση του και ο ν. 4509/2017, ο οποίος επέτρεψε τη συναινετική λύση του γάμου με συμβολαιογραφική πράξη (εξωδικαστικά), με αποτέλεσμα το συναινετικό διαζύγιο να εκδίδεται πλέον ταχύτατα μέσω ψηφιακών υπηρεσιών. Κάθε διαδοχική αλλαγή νομοθεσίας διευκόλυνε, έτσι, τη λύση του γάμου και αυτό αποτυπώθηκε τόσο στις απόλυτες τιμές όσο και στους ετήσιους δείκτες μέτρησης της έντασης του διαζυγίου».
Δημοφιλές το συναινετικό διαζύγιο
Από τη θέσπισή του (το 1983) και μετά το συναινετικό διαζύγιο κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλές, όπως προκύπτει από την ιδιαίτερα υψηλή αναλογία των συναινετικών διαζυγίων (59-82%) στο σύνολο των διαζυγίων που εκδόθηκαν την περίοδο 1984-2017.
Περαιτέρω, η έντονη αύξηση των δεικτών, αλλά και η αύξηση της μέσης διάρκειας γάμου κατά τη λύση του κατά τα έτη 1979 – 1981 και 1984-1988, πρέπει, σε κάποιο βαθμό να αποδοθούν στους ν. 868/1979 και 1329/1983, οι οποίοι διευκόλυναν τη λύση του γάμου και επέτρεψαν τη μαζική λύση γάμων που ήταν ουσιαστικά για πολλά έτη «νεκροί».
Ειδικότερα, στη χώρα μας κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 λύνονται 550-900 στους 10.000 γάμους. Η ένταση αυξάνεται προοδευτικά στη συνέχεια αγγίζοντας τις 2.200-2.500 στη δεκαετία του 2000 και ξεπερνώντας τις 2.500 λύσεις στους 10.000 γάμους κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, ενώ η μέση διάρκεια του γάμου στη λύση του ανέρχεται στα 11,2 έτη κατά μέσο όρο τη δεκαετία του 1990, υπερβαίνει πλέον τα 13 έτη μετά το 2008.
Η έρευνα καταλήγει αναφέροντας πως «Αν δε περάσουμε από τη συγχρονική ανάλυση (και επομένως από τους ετήσιους δείκτες) στη διαμήκη και εξετάσουμε την ένταση του διαζυγίου στις διαδοχικές κοορτές γάμων (στους γάμους δηλ. που έγιναν κάθε χρονιά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετά), θα διαπιστώσουμε ότι χώρισε το 10% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν το 1972 και το 23% αυτών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας 1980, ενώ είναι πολύ πιθανόν να πράξει το ίδιο το 30% όσων παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Στην Ελλάδα, επομένως, τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται σημαντικές αλλαγές και τάσεις σύγκλισης με τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης: αυξάνεται η αναλογία των ατόμων που δεν παντρεύονται (καθώς και το ποσοστό αυτών που δεν κάνουν παιδιά), όπως επίσης αυξάνονται τόσο οι εκτός γάμου γεννήσεις και τα ζευγάρια που επιλέγουν το Σύμφωνο Συμβίωσης, όσο και το ποσοστό των ζευγαριών που λύνουν τον γάμο τους στις νεότερες κοορτές. H πρώιμη λύση της έγγαμης συμβίωσης συνοδεύεται και από τη μη απόκτηση παιδιών από τμήμα αυτών που δεν ξαναπαντρεύονται, ενώ για άλλους η τέλεση ενός δεύτερου γάμου έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση και άλλων απογόνων εντός του πλαισίου της νέας τους σχέσης, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα παιδιά να μεγαλώνουν σε οικογένειες με έναν θετό και έναν βιολογικό γονέα.
Ταυτόχρονα, η αύξηση της έντασης του διαζυγίου και η αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου έχει ως αποτέλεσμα και την αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών».

e-thessalia.gr