Στο 70% έχει διαμορφωθεί η αυτάρκεια της εγχώριας παραγωγής κοτόπουλου, όταν τη δεκαετία του 1990 το αντίστοιχο ποσοστό άγγιζε το 95%, εξέλιξη που αποδίδεται τόση στην τάση για πιο βελτιωμένη διατροφή όσο και στο γεγονός ότι τα πουλερικά είναι συγκριτικά φθηνότερα έναντι άλλων ειδών κρέατος. Η ανάγκη κάλυψης της εγχώριας ζήτησης μέσω των εισαγωγών τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια πληγή στις πτηνοτροφικές επιχειρήσεις, καθώς το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων βαίνει αυξανόμενο (τόσο στο κοτόπουλο όσο και στην αγορά αυγών).
Τα τελευταία χρόνια υπολογίζεται ότι η εγχώρια παραγωγή διαμορφώνεται σε 220-250 χιλ. τόνους, περί τα 120 εκατ. κοτόπουλα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2018 η Ελλάδα παρήγαγε 219 χιλ. τόνους, όταν η συνολική παραγωγή κρέατος πουλερικών στην Ε.Ε. σημείωσε ρεκόρ, στα 15,2 εκατομμύρια τόνους. Περίπου το 70% της παραγωγής κρέατος πουλερικών στην Ε.Ε. προέρχεται από πέντε μόνο κράτη-μέλη: την Πολωνία (16,8%), το Ηνωμένο Βασίλειο (12,9%), τη Γαλλία (11,4%), την Ισπανία (10,7%) και την Ιταλία (8,5%). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση κοτόπουλου στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 24 κιλά, όταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο μέσος όρος κυμαίνεται στα 28 κιλά.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, στο πλαίσιο της κάλυψης της εγχώριας ζήτησης υπολογίζεται ότι περί τους 80-90 χιλ. τόνους κοτόπουλου εισάγονται στη χώρα. Η πλειονότητα των εισαγωγών προέρχεται από τις αγορές της Βουλγαρίας, της Ιταλίας, της Ρουμανίας, της Πολωνίας και τις Κάτω Χώρες.
Η ανάγκη για εισαγωγή κοτόπουλου έχει οδηγήσει και στην ανάπτυξη πρακτικών «ελληνοποιήσεων», με τους παράγοντες του κλάδου να εκτιμούν ότι μεγάλο μέρος των κοτόπουλων που «βαφτίζονται» ως ελληνικά προέρχονται από χώρες των Βαλκανίων.
Πάντως, οι ίδιοι εξηγούν ότι τα εισαγόμενα κοτόπουλα κατευθύνονται στο κανάλι της εστίασης και όχι στη λιανική. «Τα σούπερ μάρκετ και τα κρεοπωλεία δεν έχουν εισαγόμενα κοτόπουλα. Οι καταναλωτές δεν επιλέγουν ποτέ εισαγόμενο κοτόπουλο. Η ποιότητά τους δεν είναι εφάμιλλη του ελληνικού προϊόντος» σημειώνουν, προσθέτοντας ότι «το 90% από τις ποσότητες που εισάγονται διοχετεύεται σε ξενοδοχεία αλλά και σε κάποιες βιομηχανίες επεξεργασίας και παρασκευής προϊόντων κρέατος που προορίζονται για χώρους μαζικής εστίασης».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη λιανική η διάθεση του 60% του κοτόπουλου, χύμα και συσκευασμένου, πραγματοποιείται από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, με τάση να είναι αυξητική. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται κατά 30% στα παραδοσιακά κρεοπωλεία και 10% στα μάρκετ κρεάτων.
Οριακή κάλυψη του κόστους
Η μεγέθυνση των μεριδίων των αλυσίδων του λιανεμπορίου δημιουργεί νευρικότητα στους παραγωγούς, καθώς, όπως εξηγούν εκπρόσωποι των πτηνοτρόφων «οι πιέσεις για έντονες προσφορές στα κοτόπουλα λόγω του ανταγωνισμού των αλυσίδων επηρεάζουν τις συμφωνίες με τους παραγωγούς. Σήμερα η μέση καθαρή τιμή χονδρικής διαμορφώνεται σε περίπου 2 ευρώ το κιλό. Η τιμή αυτή είναι οριακή στην κάλυψη του κόστους παραγωγής, το οποίο επιβαρύνεται κυρίως από τις “παράπλευρες” επιβαρύνσεις που αφορούν τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές».
Παράλληλα υπενθυμίζουν ότι η πτηνοτροφία είναι άμεσα εξαρτημένη και από την εξέλιξη των τιμών στα δημητριακά, καθώς εκτιμάται ότι ο κλάδος απορροφά ετησίως πάνω από 500.000 δημητριακών (σιτάρι και καλαμπόκι). «Η μεγάλη αύξηση των τιμών των δημητριακών το 2012, σε συνδυασμό με την πίεση που ασκούσαν τα σούπερ μάρκετ, είχε ως αποτέλεσμα πολλές μικρομεσαίες πτηνοτροφικές εταιρείες να διακόψουν τη λειτουργία τους», αναφέρουν οι ίδιοι.
Σημειώνεται ότι στον κλάδο της πτηνοτροφίας (παραγωγή αυγών και κοτόπουλων) δραστηριοποιούνται περί τις 45-50 επιχειρήσεις. Στη ζωική παραγωγή δραστηριοποιούνται περίπου 2.000 αγρότες πτηνοτρόφοι, οι οποίοι συνεργάζονται με τις οργανωμένες-καθετοποιημένες επιχειρήσεις. Η παραγωγή κοτόπουλου είναι συγκεντρωμένη κατά 45% στην Ήπειρο, κατά 27% στη Στερεά Ελλάδα και κατά 18% στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Δανάη Αλεξάκη (Η Ναυτεμπορική)